1 κήμιψ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κήμιψ
κήμιψ — κῆμιψ (Α) (κατὰ τον Ησύχ.) «φλὲψ γεώδης ἐν πέτραις» … Dictionary of Greek